πάνης

πάνης
πανάω
use up together
pres ind act 2nd sg
πανάω
use up together
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσο(μ)πάνης — ο, θηλ. τσο(μ)πάνα και τσο(μ)πάνισσα, Ν ποιμένας, βοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. coban] …   Dictionary of Greek

  • τσο(μ)πάνος — ο, Ν τσομπάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τσο(μ)πάνης κατά τα αρσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • τσο(μ)πανάκος — ο, Ν 1. μικρός τσομπάνος, τσομπανόπουλο («τσομπανάκος ήμουνα, προβατάκια φύλαγα», δημ. τραγούδι) 2. ζωολ. κοινή ονομασία τών στρουθιόμορφων πτηνών τού γένους sitta τής οικογένειας sittidae, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τα είδη Sitta europaea …   Dictionary of Greek

  • τσο(μ)παναραίος — ο, Ν 1. τσομπάνης 2. μτφ. άνθρωπος άξεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσο(μ)πάνης + κατάλ. αρ αίος (< λ. σε άρης + αίος*)] …   Dictionary of Greek

  • τσο(μ)πανοπούλα — η, Ν κόρη τσομπάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσο(μ)πάνης + κατάλ. πούλα (πρβλ. βασιλο πούλα), βλ. και πουλο, πουλος] …   Dictionary of Greek

  • τσο(μ)πανόπουλο — το, Ν 1. τσομπανάκος 2. γιος τσομπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσο(μ)πάνης + κατάλ. πουλο* (πρβλ. αρχοντό πουλο)] …   Dictionary of Greek

  • τσο(μ)πανόσκυλο — το, Ν 1. σκυλί που φυλάγει το κοπάδι, μαντρόσκυλο 2. ράτσα σκυλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσο(μ)πάνης + σκυλί] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”